-
1 συνθέτη
σύνθετοςput together: fem nom /voc sg (attic epic ionic)συνθέτηςcomposer: masc voc sg——————σύνθετοςput together: fem dat sg (attic epic ionic)συνθέτηςcomposer: masc dat sg (attic epic ionic) -
2 συνθέτῃ
Βλ. λ. συνθέτη -
3 συνθετή
σύνθετοςput together: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 предложение //
1. грам. η πρότασ/ηбессубъектное - см. безличное -второстепенное - δευτερεύουσα -, εξαρτημένη -отрицательное - αρνητι-κή/αποφατική -повелительное - см. побудительное -2. (лог.) см. суждение.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предложение //
-
5 σύνθετος
σύν-θετος, ον, also fem. συνθέτη (or συνθετή as in Lys.Fr.34, Arist.Ph. 265a21, Metaph. 1051b27, al.): ([etym.] συντίθημι):—A put together, compounded, composite, Pl.Phd. 78c, al.; of a centaur, διαιρετὸς.. καὶ πάλιν ς. X.Cyr.4.3.20, cf. Lys.l.c.; τὸ ς. the composite part of man, Arist.EN 1178a20;σ. ἐκ πολλῶν Pl.R. 611b
;ἐκ τῶν αὐτῶν Id.Phlb. 29e
; σ. ἀναγνώρισις complex, Arist.Po. 1455a12.2 σύνθετον, τό, compound, Id.Ph. 187b12; τὰ ς., opp. τὰ στοιχεῖα, Id.Cael. 306b20, cf. Metaph. 1070b8; so ἡ σύνθετος οὐσία ib. 1043a30; ἡ συνθέτη οὐσία ib. 1023b2, cf. de An. 412a16;αἱ μὴ σ. οὐσίαι Id.Metaph. 1051b27
; cf.σύγκειμαι 11.4
.3 in various technical senses,a in Grammar, φωνὴ ς. a. compound sound, i.e. a syllable, Id.Po. 1456b35; or a word, ib. 1457a11; φωνῶν αἱ μὲν ἁπλαῖ (e.g. Δίων) , αἱ δὲ ς. (e.g. Δίων περιπατεῖ) S.E.M.8.135; σ. ὀνόματα compound nouns, Arist.Rh.Al. 1434b34, Demetr.Eloc.91, Philomnest. 2;σ. σχῆμα D.T.635.21
; σ. προσηγορία (e. g. ὑπνώδης καταφορά) Gal.7.643. Adv.- τως Str.13.2.5
, Sor.2.26, Gal.6.549.b in Metre and Music, σ. ῥυθμός a compound foot, Pl.R. 400b; [διαστήματα] ς. Aristid.Quint.1.7, cf. Plu.2.1135b;ἁρμονίαν εἶναι σ. πρᾶγμα Pl.Phd. 92a
.c in Arithmetic, σ. ἀριθμός a number composed of several factors, Arist.Metaph. 1020b4, Euc.7 Def.14.d in Medicine, σύνθετα solid excrements, Hp.Coac. 109: also φάρμακον ς. compound drug,τὸ ξ. [φάρμακον] τὸ διὰ τῆς λιμνήστιδος καὶ εὐφορβίου καὶ πυρέθρου Aret.CD1.2
, cf. Hsch. s.v. φαρικόν.III metaph., agreed upon, covenanted, ὥσπερ ἐκ συνθέτου by agreement, Hdt.3.86.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνθετος
-
6 комбинат
комбинатм τό ἐργοστασιακό συγκρότημα, ἡ σύνθετη βιομηχανική ἐπιχείρηση:учебный \комбинат ἡ σύνθετη σχολή. -
7 compound distribution
= compound frequency distributionFrench\ \ distribution composée (de fréquences); distribution compositeGerman\ \ zusammengesetzte HäufigkeitsverteilungDutch\ \ samengestelde frequentieverdelingItalian\ \ distribuzione di frequenza compostaSpanish\ \ distribución de frecuencias compuestaCatalan\ \ distribució composta; distribució de freqüències compostaPortuguese\ \ distribuição composta; distribuição de frequências compostaRomanian\ \ -Danish\ \ sammensat frekvensfordelingNorwegian\ \ sammensatt hyppighetsfordelingSwedish\ \ sammansatt fördelningGreek\ \ σύνθετη κατανομή; σύνθετη κατανομή συχνότηταςFinnish\ \ yhdistetty jakauma; sekajakauma; taitosjakaumaHungarian\ \ összetett gyakorisági sorTurkish\ \ bileşik dağılım; bileşik sıklık (frekans) dağılımıEstonian\ \ liitjaotus; liit-sagedusjaotusLithuanian\ \ sudėtinis skirstinys; sudėtinių dažnių skirstinysSlovenian\ \ spojina distribucijo; spojine porazdelitev pogostnostiPolish\ \ rozkład złożony; złożony rozklad prawdopodobieństwa częstościRussian\ \ сложное распределение; составная плотность распределенияUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ samsett dreifingar; blanda tíðni dreifingEuskara\ \ konposatu banaketa; konposatu frekuentzia banaketaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ توزيع مرکّبArabic\ \ توزيع مركب، توزيع التكراري المركبAfrikaans\ \ saamgestelde verdelingChinese\ \ 复 合 分 布Korean\ \ 복합도수[빈도]분포 -
8 сложный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. σύνθετος• πολυμερής•-ые вещества σύνθετες ουσίες•
-ое слово σύνθετη λέξη•
- ое предложение (γραμμ.) σύνθετη πρόταση•
-ое число ο συμμιγής αριθμός.
2. πολύπλοκος, πολυσχιδής, πολυσύνθετος•сложный вопрос πολύπλοκο ζήτημα.
|| δαιδαλώδης, λαβυρ ινθώδης.3. δύσκολος, δυσχερής, δυσκολοκατόρθωτος•-ая операция δϋκολη εγχείριση•
-ая задача δύσκολο πρόβλημα.
-
9 балка
I.(мех., стр.) η δοκ/ός, το δοκάριпродольные днищевые - и мор. διαμήκεις - οί του πυθμέναверхняя продольная - мор. άνω διαμήκης ---килевая мор. - της τρόπιδας, η όρθια τρόπιςколосниковая - (тепл.) το προεσχάριοнижняя продольная - мор. κάτω διαμήκης -тавровая - см. однотавровая -II.(ложбина) η χαράδρα, το φαράγγι, η φάραγξ, η ρεματιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балка
-
10 возбуждение
1. тех. η διέγερσηимпульсное - ωθητική -, παλμική -2. (по-буждение) η διέγερση, η κίνηση ^.(судебного дела, вопроса и т.п.) η ανακίνηση 4. физиол. о ερεθισμόςнервное - νευρικός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возбуждение
-
11 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
12 дренаж
1. (действие) η αποστράγγιση, η αποξήρανση 2. (система) η αποστράγγιση 3. мед. η δραίνωσηη εξαγωγή του πύου ή άλλου υγρού με σωληνάκιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дренаж
-
13 дубитель
1. кож. η δεψική ύλη 2. (кфт) το σκληρυντικό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дубитель
-
14 жила
1. горн., тех. η φλέβαрудная - ορυκτών/μεταλλεύματος, μεταλλοφόρα -2. (сухожилие) о τένων, ο τένοντας 3. (кровеносный сосуд) η φλέβα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жила
-
15 изгиб
1. (вид деформации) η κάμψ/η 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου) 3. (листа) το γύρισμα, το τσάκισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгиб
-
16 изоляция
1. (предотвращение электрического или другого контакта, переноса тепла, влаги и т.п.) η μόνωση 2. (предотвращение взаимодействия, разобщение) η απομόνωση 3. (материал) η μόνωση, το υλικό μόνωσηςустанавливать - ю τοποθετώ/αρμόζω τη -битумная - της ασφάλτου/πίσσαςблочная стр. - σε τεμάχιαмасляная - ελαίου/λαδιούхлопчатобумажная - υφασμάτινη/βαμβακερή -шёлковая эл. - από μετάξι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изоляция
-
17 импеданс
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импеданс
-
18 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
19 киносъёмка
η κινηματογραφική λήψη, το γύρισμα (της ταινίας), η κινηματογράφησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > киносъёмка
-
20 корм
1. (пища животных) η ζωοτροφή, η φορβή, η νομή брикетированный - πρε-σαριστή - (σε μπρικ)гранулированный - πρεσαριστή - σε γράνουλες/σφαιρίδια2. (кормление) το τάισμα, η ταγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корм
См. также в других словарях:
συνθετή — σύνθετος put together fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέτη — σύνθετος put together fem nom/voc sg (attic epic ionic) συνθέτης composer masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέτῃ — σύνθετος put together fem dat sg (attic epic ionic) συνθέτης composer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθετος — η, ο / σύνθετος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθετος, ον και τ. θηλ. συνθετὴ ή συνθέτη Α [συντίθημι] 1. αυτός που έχει συγκροτηθεί από πολλά επιμέρους τμήματα ή στοιχεία αρμονικά ενωμένα, ο πολυμερής (α. «σύνθετη λέξη» λέξη που απαρτίζεται από δύο ή… … Dictionary of Greek
Μπαχ, Γιόχαν Σεμπάστιαν — (Johann Sebastian Bach, Άιζεναχ, 1685 – Λειψία 1750). Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Αμπρόζιους Μπαχ, μoυσικoύ factotum της μικρής πόλης, από τον οποίο έμαθε, στα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας, να παίζει βιολί. Με τον θάνατο της… … Dictionary of Greek
Βέρντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός συνθέτης, από τους κορυφαίους της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, άρχισε τις πρώτες του μουσικές σπουδές στα οκτώ του χρόνια με ένα παλιό πιάνο και κατόρθωσε, γύρω στα… … Dictionary of Greek
Μπραμς, Γιοχάνες — (Jochannes Brahms, Αμβούργο 1833 – Βιέννη 1897). Γερμανός συνθέτης. Αποκάλυψε νωρίς μια εξαιρετική μουσική φύση και κάτω από τις οδηγίες του πατέρα του άρχισε να μελετά βιολί, πιάνο και σύνθεση. Από δέκα ετών άρχισε τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις … Dictionary of Greek
Μπετόβεν, Λούντβιχ βαν- — (Ludwig van Beethoven, Βόνη 1770 – Βιέννη 1827). Γερμανός συνθέτης, μια από τις κυρίαρχες μορφές της μουσικής τέχνης όλων των εποχών. Γεννήθηκε από φλαμανδική οικογένεια, η οποία είχε μακροχρόνιες σχέσεις με τη μουσική. Ο Μ. άρχισε τις πρώτες του … Dictionary of Greek
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek
Τσαϊκόφσκι, Πιοτρ Ίλιτς — (Βοτκίνσκ 1840 – Πετρούπολη 1893). Ρώσος συνθέτης. Γιος του Ιλία Πέτροβιτς, ορυκτολόγου μηχανικού, και της Αλεξάνδρας Αντρέγεβνα Ασιέ, από την οποία ο Τ. πήρε μερικά στοιχεία του χαρακτήρα του, τη λεπτή ευαισθησία του και τη βασανιστική νεύρωσή… … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek